Glossary entry (derived from question below)
English term or phrase:
(reasonably) incurred
Greek translation:
στις οποίες (ευλόγως) υποβλήθηκε (ο Χ)/τις οποίες (ευλόγως) πραγματοποίησε (ο Χ)
Added to glossary by
Efi Varvaropoulou
Mar 15, 2009 14:11
15 yrs ago
2 viewers *
English term
(reasonably) incurred
English to Greek
Law/Patents
Law: Contract(s)
Παιδιά, καλησπέρα!
Το βρίσκω, το ξαναβρίσκω, δεν είμαι ποτέ ικανοποιημένη 100% με το ελληνικό: costs, expenses, etc (reasonably) incurred by X (κλίνω πάντα προς "τα έξοδα που υπέστη (ευλόγως) ο Χ").
Any suggestions?
Το βρίσκω, το ξαναβρίσκω, δεν είμαι ποτέ ικανοποιημένη 100% με το ελληνικό: costs, expenses, etc (reasonably) incurred by X (κλίνω πάντα προς "τα έξοδα που υπέστη (ευλόγως) ο Χ").
Any suggestions?
Proposed translations
(Greek)
4 +3 | στις οποίες (ευλόγως) υποβλήθηκε (ο Χ)/τις οποίες (ευλόγως) πραγματοποίησε (ο Χ) | Ivi Rocou |
4 | έξοδα με τα οποία επιβαρύνθηκε (ευλόγως) ο Χ | Ioanna Orfanoudaki |
Proposed translations
+3
48 mins
Selected
στις οποίες (ευλόγως) υποβλήθηκε (ο Χ)/τις οποίες (ευλόγως) πραγματοποίησε (ο Χ)
ευλόγως ή εύλογα
Note from asker:
Ευχαριστώ, Ivi. Το βρίσκω συνέχεια και κάθε φορά αναρωτιέμαι αν μου διαφεύγει κάποια νομικίστικη απόδοση. Προφανώς όχι! Θενκς!! |
3 KudoZ points awarded for this answer.
7 hrs
έξοδα με τα οποία επιβαρύνθηκε (ευλόγως) ο Χ
... ή και στα οποία προέβη (ευλόγως) ο Χ, για μια πιο ενεργητική απόδοση!
Note from asker:
thanks a million!! |
Something went wrong...