Glossary entry

Greek term or phrase:

αγώγιμη (δια)σύνδεση

English translation:

conductive coupling / conductive connection

Added to glossary by Ioanna Karamitsa
Nov 19, 2005 11:14
18 yrs ago
1 viewer *
Greek term

αγώγιμη (δια)σύνδεση

Greek to English Tech/Engineering Engineering: Industrial
όλα τα τμήματα του μηχανήματος τα οποία δεν είναι αγώγιμα συνδεδεμένα, θα γεφυρώνονται μέσω εύκαμπτου αγωγού γείωσης διατομής 50mm2.

Proposed translations

+2
7 hrs
Greek term (edited): ������ (���)������
Selected

conductive coupling

H σύνδεση γενικά είναι connection, συμφωνώ, αλλά σ'αυτό το κόντεξτ χρησιμοποιούμε συχνότερα το conductive coupling (συνδεδεμένα = coupled). Δες κι εδώ για τον ορισμό από το ITS:

conductive coupling: Energy transfer achieved by means of physical contact, i.e., coupling other than inductive or capacitive coupling. (188) Note 1: Conductive coupling may be achieved by wire, resistor, or common terminal, such as a binding post or metallic bonding. Note 2: Conductive coupling passes the full spectrum of frequencies, including dc. Synonym direct coupling.
http://www.its.bldrdoc.gov/fs-1037/dir-009/_1217.htm
Peer comment(s):

agree Konstantinos Karanikas B.Sc. Electr. Eng., MITI
16 hrs
agree Evdoxia R. (X)
1 day 16 hrs
Something went wrong...
4 KudoZ points awarded for this answer. Comment: "Ευχαριστώ Μαρία, βάζω και τo connection γιατί όπως κατάλαβα είναι και τα δυο σωστά αλλά εξαρτάται και από το κείμενο στο οποίο χρησιμοποιούνται, ελπίζω να συμφωνείς. Καλό σου βράδυ!!"
+3
42 mins
Greek term (edited): ������ ����������

conductively connected

http://www.google.com/search?num=100&hl=en&lr=&c2coff=1&rls=...

--------------------------------------------------
Note added at 10 hrs 47 mins (2005-11-19 22:02:15 GMT)
--------------------------------------------------

Ως προς τη σχέση του "conductive connection" με τα συμφραζόμενα:
http://www.google.com/search?num=100&hl=en&lr=&c2coff=1&rls=...


--------------------------------------------------
Note added at 10 hrs 58 mins (2005-11-19 22:13:20 GMT)
--------------------------------------------------

Π.χ. από ένα πανεπιστήμιο (http://www.creighton.edu/EHS/PandP/electrical.htm)
Grounding:
Grounding is another method of protecting employees from electric shock; however, it is normally a secondary protective measure. The term "ground" refers to a conductive body, usually the earth. Used as a noun, the term means a *conductive connection*, whether intentional or accidental, by which an electric circuit or equipment is connected to the earth or ground plane. By "grounding" a tool or electrical system, a low-resistance path to the earth is intentionally created.

Με αυτό δεν θέλω να πω ότι με ενοχλεί το conductive coupling ή το conductively coupled, αλλά αν το conductive connection δεν ανήκει σ' αυτά τα συμφραζόμενα, δεν μπορώ να φανταστώ και πού αλλού ανήκει.
Peer comment(s):

agree Vicky Papaprodromou
56 mins
Ευχαριστώ πολύ.
agree Konstantinos Karanikas B.Sc. Electr. Eng., MITI : Δες καταχώρησή μου...
22 hrs
Ευχαριστώ πολύ.
agree Emmanouil Tyrakis
4 days
Something went wrong...
23 hrs
Greek term (edited): ������ (���)������

Not for grading

coupled circuits = συζευγμένα κυκλώματα: κυκλώματα, μεταξύ των οποίων γίνεται μεταφορά ενέργειας

coupled impedance = συζευγμένη εμπέδηση: η εμπέδηση που "βλέπει" ένα κύκλωμα όταν συζευχθεί με κάποιο άλλο

coupler = συζεύκτης: επινόηση, κύκλωμα ή εξάρτημα που δημιουργεί σύζευξη μεταξύ δύο κυκλωμάτων

coupling = σύζευξη: η σύνδεση δύο κυκλωμάτων ή επινοήσεων μέσω κάποιου παθητικού εξαρτήματος, όπως η χωρητική σύζευξη μέσω πυκνωτή

coupling coefficient = συντελεστής σύζευξης

conductive material = αγώγιμο υλικό, υλικό που επιτρέπει τη διέλευση του ηλεκτρικού ρεύματος - ένας αγωγός

Από το Αναλυτικό Λεξικό Ηλεκτρονικής & Επικοινωνιών, Κ.Φρυδάς BSc, MSc, εκδ. Παπασωτηρίου
---------------------------------------------------------------------

coupled circuits = συζευγμένα κυκλώματα = κυκλώματα σε σύζευξη: κυκλώματα μεταξύ των οποίων η ενέργεια μεταφέρεται ηλεκτροστατικά, ηλεκτρομαγνητικά ή με συνδυασμό τους ή με απευθείας σύνδεση

coupler = ζεύκτης/συζεύκτης, το στοιχείο που κάνει τη σύζευξη: συσκευή που μεταφέρει ενέργεια μεταξύ δύο κυκλωμάτων, με χρήση χωρητικής, άμεσης, επαγωγικής ή σύνθετης σύζευξης

coupling = σύζευξη, σύνδεσμος: 1. ονομάζεται επίσης electrostatic coupling ή capacitive coupling. Η σύνδεση δύο κυκλωμάτων με ηλεκτρική ροή, 2. ονομάζεται επίσης magnetic ή coupling inductive coupling. Η σύζευξη δύο κυκλωμάτων ή συσκευώνμε μαγνητική ροή, 3. ονομάζεται επίσης direct coupling. Η σύζευξη δύο κυκλωμάτων ή συσκευών άμεσα, 4. ονομάζεται επίσης resistive coupling. Η σύζευξη δύο κυκλωμάτων ή συσκευών με ωμική αντίσταση, 5. ονομάζεται επίσης optical coupling. Η σύζευξη δύο κυκλωμάτων ή συσκευών με χρήση οπτικής ακτίνας.

connect = ενώνω: η δημιουργία ηλεκτρικής αγωγιμότητας μεταξύ δύο σημείων

connection = ένωση: το σημείο στο οποίο φυσιολογικά ενώνονται δύο αγωγοί

connector = συνδετήρας: 1. εξάρτημα που παρέχει ηλεκτρική σύνδεση, 2. η με βύσματα ένωση σασί ή καλωδίων για γρήγορη αποσύνδεση ενός ή περισσοτέρων κυκλωμάτων, 3. σύμβολο που ενώνει σημεία σε ένα διάγραμμα λειτουργίας.

...και άλλοι ορισμοί προς κατανόηση των αρχών λειτουργίας.

από το Μεγάλο Αγγλοελληνικό Λεξικό Ηλεκτρονικής/Ηλεκτρολογίας, Stan Gibilisco, εκδ. Τζιόλα

Με δύο κουβέντες μιλάμε για το ίδιο πράγμα. Ο όρος coupling είναι γενικότερος και ως εκ τούτου χρήζει προσδιοριστικού επιθέτου.

Something went wrong...
Term search
  • All of ProZ.com
  • Term search
  • Jobs
  • Forums
  • Multiple search